κουταλομετρώ

κουταλομετρώ
-άω
1. υπολογίζω, μετρώ με το κουτάλι την ποσότητα κάποιου υλικού
2. ανακατεύω ένα υγρό με κουτάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτάλι + μετρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουταλομετρώ — και κουταλομετράω μετρώ με το κουτάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”